- ἀνερμάτιστος
- ἀνερμάτιστοςwithout ballastmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανερμάτιστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει έρμα, σαβούρα: Το καΐκι είναι ακόμη ανερμάτιστο. 2. αυτός που δεν έχει αρκετές γνώσεις σε κάτι: Στα θέματα αυτά είναι ανερμάτιστος. 3. ασταθής, επιπόλαιος: Από την πλευρά του χαρακτήρα είναι άνθρωπος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανερμάτιστος — η, ο (Α ἀνερμάτιστος, ον) 1. (για πλοία) χωρίς έρμα*, σαβούρα 2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος νεοελλ. 1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση 2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα αρχ. ο άδειος.… … Dictionary of Greek
ἀνερματίστως — ἀνερμάτιστος without ballast adverbial ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμάτιστον — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc sg ἀνερμάτιστος without ballast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερματίστοις — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερματίστου — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερματίστους — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερματίστων — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερματίστῳ — ἀνερμάτιστος without ballast masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνερμάτιστα — ἀνερμάτιστος without ballast neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)